- μεταγνώμη
- μετα-γνώμη, ἡ,A change of mind: defection, App.BC5.122.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεταγνώμη — μεταγνώμη, ἡ (Α) 1. αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης 2. αποσκίρτηση, αποστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γνώμη (πρβλ. δια γνώμη, συγ γνώμη)] … Dictionary of Greek
μεταγνώμης — μεταγνώμη change of mind fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγνωμίζω — και μεταγνωμώ (Μ) [μεταγνώμη]. μεταβάλλω γνώμη, αλλάζω απόφαση … Dictionary of Greek